- κατεφύτευσαν
- καταφυτεύωplantaor ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταφυτεύω — (AM καταφυτεύω) (επιτ. τ. τού φυτεύω) γεμίζω έναν τόπο με φυτείες, πυκνοφυτεύω αρχ. 1. μτφ. 1. καθιδρύω, εγκαθιστώ 2. μετοικίζω 3. εγκλιματίζω, μεταφυτεύω ένα φυτό από έναν τόπο σε άλλον («τὴν ἄμπελον... Μακεδόνες κατεφύτευσαν κἀκεῑ καὶ ἐν… … Dictionary of Greek